- σκαληνόεδρος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει σχήμα πολύεδρου τού οποίου οι έδρες είναι σκαληνά τρίγωνα ίσα μεταξύ τους2. το ουδ. ως ουσ. το σκαληνόεδρο(κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο τετραγωνικό και στο τριγωνικό σύστημα και που συνίσταται σε ένα πολύεδρο με οκτώ έδρες, το τετραγωνικό σκαληνόεδρο, ή με δώδεκα έδρες, το τριγωνικό σκαληνόεδρο, έδρες οι οποίες ομαδοποιούνται σε συμμετρικά ζεύγη, όπου κάθε έδρα αποτελεί ένα σκαληνό τρίγωνο, και σε έναν τέλειο κρύσταλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαληνός + -εδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ-εδρος. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. σκαληνόεδρον, μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις].
Dictionary of Greek. 2013.